Ο ταχυδρόμος


του  ΑΝΔΡΕΑ  ΚΟΥΝΙΟΥ

Έμαθε το μικρό χωριό σαν ποίημα. Δεν ήταν, βέβαια, φιλοδοξία του να μοιράζει, βρέξει-χιονίσει, επιστολές αλλά είναι, νομοτελειακά, το απαραίτητο στάδιο προτού κλειστεί στο γραφείο και μεταμορφωθεί σε χαρτογιακά. Έπειτα, είναι αναγκασμένος να ακολουθεί τον οδικό χάρτη του κόμματος. «Μπες τώρα που έχουμε δυνατότητα, μην δυσανασχετείς και, κάποια στιγμή, θα αναλάβεις γραφειακά καθήκοντα». Ναι, αλλά η «κάποια στιγμή» αργεί να φτάσει και, ίσως, να μην φτάσει ποτέ. 
Ωραία, και τι εισηγείσθε; ρωτάει το είδωλό του στον καθρέφτη. Να υποβάλω παραίτηση και να πεθάνω της πείνας; Αυτές οι σκέψεις διαπερνούν το κεφάλι του, χαράματα, καθώς κάνει το διαμοιρασμό της αλληλογραφίας, περνώντας σαν ίσκιος από δρόμους και δρομάκια. Κάποτε τρώει το νερό της βροχής και μουλιάζει. Κάποτε η ζέστη τον ψήνει σαν αυγό. Έτσι κι αλλιώς, καταλαβαίνει πως, στα Ταχυδρομεία, και παντού, δεν τοποθετείσαι, από την αρχή, διευθυντής, ή έστω τμηματάρχης. Εκτός από το μικρό χωριό, έμαθε σαν ποίημα και τους κατοίκους του μικρού χωριού.
Καλά πλάσματα και ακριβοδίκαια, παρότι ο καθένας κουβαλά την ιδιορρυθμία του. Να, για παράδειγμα, ο γέροντας με τα κατάλευκα μαλλιά ενοχλείται από το θόρυβο της μοτοσικλέτας. Μα τι να κάνει ο ταχυδρόμος; Κάποιο θαύμα μήπως; Η κυρία, πάλι, που έχει εμμονές με την καθαριότητα τον κρατάει σε απόσταση, λες και βρωμάει. Ίσα-ίσα: μοσχοβολάει αποσμητικό και κολόνια, αλλά βγάλε άκρη με τις ψυχώσεις του κόσμου. Περίφημος τύπος είναι ο ιδιοκτήτης του καφενείου, στο κέντρο της πλατείας. Πρόσχαρος, ευγενικός, γαλαντόμος. 
Αποκλείεται να μην τον κεράσει κάτι. «Δεν έχω διάθεση σήμερα». «Το τριαντάφυλλό μου θα σου την φτιάξει». Εκείνη, ωστόσο, που τον κόβει φέτες, εκείνη που του ανεβάζει την αδρεναλίνη στα επουράνια, εκείνη που τον κάνει φύλλο και φτερό είναι η Τζένη. Επάγγελμα δικηγόρος. Ντυμένη στην τρίχα, με ταγέρ που τον θωπεύουν σαν κύματα, προσεκτική σε όλα της και, κυρίως, σέξι. Της δίνει τις επιστολές και η καρδιά του ακούγεται σαν ταμπούρλο. Τον έχει πιάσει στο μεζέ, δεν είναι μονάχα δικηγόρος είναι και ύαινα, αλλά ο ταχυδρόμος καμαρώνει. Σε ένα χωριό με γεροντικές νευρώσεις, και με τον μέσο όρο ηλικίας να υπερβαίνει τα πενήντα, μια τριαντάρα-πειρασμός είναι ό,τι πρέπει. Ή μάλλον, ό,τι δεν πρέπει.


_____________________

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κλείνουν και την “Φωνή της Ελλάδος” στα βραχέα κύματα!!!

Ο Καραγκιόζης και το μαλλιαρό αβγό

Κίνημα αλληλεγγύης κατά των πλειστηριασμών ακινήτων