του ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΙΟΥ Έ μαθε το μικρό χωριό σαν ποίημα. Δεν ήταν, βέβαια, φιλοδοξία του να μοιράζει, βρέξει-χιονίσει, επιστολές αλλά είναι, νομοτελειακά, το απαραίτητο στάδιο προτού κλειστεί στο γραφείο και μεταμορφωθεί σε χαρτογιακά. Έπειτα, είναι αναγκασμένος να ακολουθεί τον οδικό χάρτη του κόμματος. «Μπες τώρα που έχουμε δυνατότητα, μην δυσανασχετείς και, κάποια στιγμή, θα αναλάβεις γραφειακά καθήκοντα». Ναι, αλλά η «κάποια στιγμή» αργεί να φτάσει και, ίσως, να μην φτάσει ποτέ. Ωραία, και τι εισηγείσθε; ρωτάει το είδωλό του στον καθρέφτη. Να υποβάλω παραίτηση και να πεθάνω της πείνας; Αυτές οι σκέψεις διαπερνούν το κεφάλι του, χαράματα, καθώς κάνει το διαμοιρασμό της αλληλογραφίας, περνώντας σαν ίσκιος από δρόμους και δρομάκια. Κάποτε τρώει το νερό της βροχής και μουλιάζει. Κάποτε η ζέστη τον ψήνει σαν αυγό. Έτσι κι αλλιώς, καταλαβαίνει πως, στα Ταχυδρομεία, και παντού, δεν τοποθετείσαι, από την αρχή, διευθυντής, ή έστω τμηματάρχης. Εκτός από το μικρό χωριό, έμαθ...